- μαρσδένια
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη γεντιανώδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψόφος — (I) ο, ΝΜΑ αμβλύς, υπόκωφος ήχος νεοελλ. φρ. «μυϊκός ψόφος» φυσιολ. ακροαστικό φαινόμενο, αισθητό επάνω από έναν μυ που παρουσιάζει τετανική συστολή αρχ. 1. ισχυρός θόρυβος, κρότος, πάταγος 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. άναρθρος ήχος ζώου 4.… … Dictionary of Greek
κονδουραγκίνη — Ουσία που απομονώνεται από το αναρριχητικό φυτό μαρσδεvία το κονδουράγκοκονολόπους το κονδουράγκο, της οικογένειας των ασκληπιαδιδών (δικοτυλήδονα)· περιέχει υψηλές ποσότητες τανίνης, ένα γλυκοζίδιο και ένα αλκαλοειδές, παρόμοιο στη δράση με τη… … Dictionary of Greek